- παλαίωση
- η (ΑΜ παλαίωσις [παλαιώ]νεοελλ.1. (τροφ.-τεχνολ.) σύνολο μεταβολών που υφίστανται ορισμένα ποτά, όταν διατηρούνται υπό καθορισμένες συνθήκες, και οι οποίες τούς προσδίδουν νέα γευστικά και αρωματικά χαρακτηριστικά2. φρ. α) «παλαίωση σπόρου»(γεωπ.) μέθοδος φυσικής απολύμανσης τού σπόρου, ο οποίος δεν σπέρνεται αμέσως αλλά φυλλάσεται επί ορισμένα έτη, με αποτέλεσμα ο εμπεριεχόμενος σ' αυτόν παθογόνος παράγοντας να νεκρώνεται ή να αδρανοποιείται, ενώ διατηρείται η βλαστητική ικανότητα τού σπόρουβ) «παλαίωση κεφαλαίου»(οικον.) μείωση τής αξίας τών πάγιων περιουσιακών στοιχείων, που οφείλεται στη μακροχρόνια χρήση τουςνεοελλ.-μσν.η απώλεια τής ιδιότητας τού νέου με το πέρασμα τού χρόνου, φθορά, πάλιωμαμσν.-αρχ.(σχετικά με το κρασί) η διατήρηση για πολύ χρόνοαρχ.1. (για φαρμακευτικά βότανα) ωρίμαση2. (για κατοικία) ερήμωση.
Dictionary of Greek. 2013.